φωτο απο το facebook
"Η φωτιά είχε κρατήσει.
Έριξε μερικές πέτρες πάνω στα κάρβουνα. Περίμενε να κάψουν και στο μεταξύ έσκαψε ένα μικρό λάκκο.
Μόλις έκαψαν οι πέτρες, τις πήρε με 2 κλαδιά και τις έριξε στον λάκκο.
Έστρωσε μερικά φύλλα πάνω τους και πάνω σ' αυτά έβαλε τα δύο ψάρια.
Τα σκέπασε πάλι με φύλλα και αφού τα κάλυψε καλά, τα σκέπασε όλα με χώμα.
Αυτό λειτουργούσε σαν φούρνος.
Αφού πέρασε η ώρα, τράβηξε το χώμα από πάνω, έβγαλε τα φύλλα και αποκαλύφθηκαν τα ψάρια.
Μοσχοβόλησαν, είχαν καλοψηθεί και ήταν πεντανόστιμα.
Είχε πια αρχίσει να βραδιάζει για καλά.
Έψαξε στον σάκο του για ένα κατσαρόλι μικρό, λίγο μεγαλύτερο από μπρίκι.
Έριξε μέσα τσάι και κάποια βότανα του βουνού που φύλαγε σε ένα σακουλάκι και μετά ξετύλιξε το μαντήλι με την Amanita.
Έβαλε ένα γενναίο κομμάτι μαζί με το τσάι και τα βότανα και το γέμισε με νερό απ' το φλασκί του.
Το έπιασε με σύρμα να κρέμεται πάνω από την φωτιά για να βράσει.
Δεν ήταν πρώτη φορά που ο Anoke έφτιαχνε Amanita -και όχι μόνο- ή κάποιο άλλο τελετουργικό "ρόφημα".
Ήδη είχε απλωθεί το σκοτάδι και η μόνη παρέα του Anoke ήταν η φωτιά και η Amanita.
Άναψε την πίπα του και ρούφηξε δυο καλές γουλιές από το ρόφημα.
Δεν άργησε να αχνοβλέπει χρώματα να χορεύουν ρυθμικά γύρω από την φωτιά και ονειρικά πλάσματα να αιωρούνται σαν από καπνό φτιαγμένα.
Η Amanita τον οδήγησε στον κόσμο των πνευμάτων και των προγόνων.
Άρχισε να αισθάνεται ελαφρύς, σαν πούπουλο.
Ένοιωθε πώς άνοιγε τα φτερά του και πετούσε σαν πουλί της νύχτας.
Πετούσε κι έβλεπε τον εαυτό του μπροστά στην φωτιά, ξαπλωμένο ανάσκελα με την πίπα του ριγμένη στο πλάι.
Τώρα έβλεπε πια πολύ καθαρά, έβλεπε πέρα από τον χώρο και τον χρόνο.
Μπορούσε να δει την παιδική του ηλικία, τα παμπάλαια χρόνια της φυλής του, το πώς κυνηγούσαν, πώς έφτιαχναν τις σκηνές τους, πώς οι παλαιοί της φυλής μάθαιναν στους νεώτερους τα βότανα για τις τελετές και τις θεραπείες, μετά έβλεπε πώς οι λευκοί τους εκτόπιζαν από τις περιοχές τους, πώς τους κυνηγούσαν και πόσο ασεβείς ήταν πάνω στην Φύση, την οποία βίαζαν τόσα χρόνια που ξερίζωναν ατελείωτα παρθένα δάση για να βάλουν καλλιέργειες ή να φτιάξουν πόλεις.
Ο Anoke πάνω, κοιτούσε τον εαυτό του ξαπλωμένο μπροστά στην φωτιά και τον έβλεπε να δακρύζει."
προσεχώς θα δείτε και το εξώφυλλο
© Ευρύνοος, ο τρελός του χωριού..